Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πότμος μ

См. также в других словарях:

  • πότμος — that which befalls one masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότμος — ὁ, Α (ποιητ. τ.) 1. καθετί που συμβαίνει τυχαία σε κάποιον 2. μοίρα, τύχη, συνήθως κακή 3. θάνατος που καθορίζεται από το πεπρωμένο, μοιραίος θάνατος («ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον», Ομ. Οδ.) 4. ως κύριο όν. Πότμος η Μοίρα («ὁ μέγας Πότμος», Πίνδ.)… …   Dictionary of Greek

  • πότμοι — πότμος that which befalls one masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότμοιν — πότμος that which befalls one masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότμοιο — πότμος that which befalls one masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότμον — πότμος that which befalls one masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότμου — πότμος that which befalls one masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότμων — πότμος that which befalls one masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότμῳ — πότμος that which befalls one masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόποτμος — κακόποτμος, ον (Α) κακότυχος, δυστυχής («ἐμὲ κακόποτμον», Ευρ.). επίρρ... κακοπότμως (Μ) με δυστυχία, κακότυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ποτμος (< πότμος), πρβλ. βαρύ ποτμος, υστερό ποτμος] …   Dictionary of Greek

  • νήποτμος — νήποτμος, ον (Α) άτυχος, κακότυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νή * + πότμος «πεπρωμένο» (πρβλ. ά ποτμος, δυσ πότμος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»